- στρόφιγγα
- η / στρόφιγξ, -ιγγος, ΝΑ, και, κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, στρόφιγξ, ὁ, Α1. ο άξονας ή το σημείο όπου στρέφεται κάτι, στροφέας2. πώμα σωλήνα υγρού, μοχλός που ρυθμίζει τη ροή υγρού, κάνουλα3. στον πληθ. οι στρόφιγγεςμικροί μοχλοί που στρέφονται μέσα σε ακίνητη θήκη στο επάνω και κάτω τμήμα τής θύρας, γίγγλυμοι, κν. μεντεσέδεςαρχ.1. καθένας από τους σπονδύλους τής σπονδυλικής στήλης, γιατί μοιάζουν με στρόφιγγες πάνω στις οποίες στηρίζεται και κινείται το σώμα και περιστρέφεται το κεφάλι2. φρ. «στρόφιγξ γλώσσης»μτφ. γλώσσα που κινείται με ευχέρεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < στροφός ή στροφή + επίθημα -ιγξ, -ιγγος (πρβλ. φύσ-ιγξ)].
Dictionary of Greek. 2013.